Η Διαταραχή Γενικευμένου Άγχους και η αντιμετώπισή της

Διαταραχή Γενικευμένου Άγχους
Διαταραχή Γενικευμένου Άγχους 




Η Διαταραχή Γενικευμένου Άγχους και η αντιμετώπισή της









“Η Κατερίνα βασανίζεται από έντονο άγχος για τις καθημερινές της υποχρεώσεις, όπως πχ για τη δουλειά της αλλά και για τη φροντίδα της οικογένειάς της και του σπιτιού. Νιώθει επίσης διαρκή και υπερβολική ανησυχία μήπως συμβεί κάτι δυσάρεστο ή καταστροφικό, πολλές φορές μάλιστα για πράγματα που είναι μάλλον απίθανο να συμβούν. Περιγράφει  ότι αισθάνεται  νευρικότητα, φόβο ή άγχος το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας χωρίς προφανή λόγο.  Συχνά τα δυσάρεστα αυτά συναισθήματα είναι τόσο έντονα, επίμονα και παρατεταμένα που την περιορίζουν και τη δυσκολεύουν ακόμα και σε πολύ απλές δραστηριότητες, όπως το να πάει για ψώνια ή να παρακολουθήσει μια ταινία.”
 Όλοι μας μπορεί να νιώσουμε ανήσυχοι ή αγχωμένοι σε κάποιες δεδομένες στιγμές και  για διάφορους λόγους, όμως αν η περιγραφή του προβλήματος της Κατερίνας σας φαίνεται περισσότερο οικεία, τότε είναι πιθανό να πάσχετε από Διαταραχή Γενικευμένου  Άγχους (Generalized Anxiety Disorder).
Οι άνθρωποι που πάσχουν από γενικευμένο άγχος μπορεί να υποφέρουν από διάφορες σωματικές ενοχλήσεις όπως σωματικούς πόνους, αίσθημα σφιγμένων μυών, ναυτία ή ενοχλήσεις στην κοιλιακή χώρα, ζάλη,εφίδρωση, ταχυκαρδία κ.α. Ταυτόχρονα, μπορεί να βασανίζονται από δυσάρεστες σκέψεις ή φόβους που έρχονται απρόσκλητα και  τους οποίους δεν μπορούν να διώξουν, να δυσκολεύονται να χαλαρώσουν, να ξεκουραστούν, να κοιμηθούν συνεχόμενα και επαρκώς, να μείνουν μόνοι ή να συγκεντρωθούν σε κάτι. Οι άνθρωποι που πάσχουν από γενικευμένο άγχος νιώθουν διαρκώς σωματικά και ψυχικά εξουθενωμένοι. Συνήθως το αίσθημα του άγχους δεν προκαλείται από συγκεκριμένο αντικείμενο, κατάσταση ή δραστηριότητα αλλά είναι διάχυτο και μπορεί να συνδέεται με συνηθισμένες πλευρές της καθημερινότητας. Για τους πάσχοντες  ερεθίσματα που φυσιολογικά θα προκαλούσαν ήπιο άγχος τείνουν να είναι σημαντικά πιο αγχογόνα. Η «καταστροφολογία», δηλαδή η τάση των πασχόντων να κάνουν -δυσανάλογα προς την κοινή λογική- δυσμενείς προβλέψεις για το μέλλον, απαντάται συχνά.
Το γενικευμένο άγχος διαφοροποιείται από το μη παθολογικό άγχος ως προς την ένταση της ανησυχίας και το πόσο αυτή εμποδίζει τις καθημερινές δραστηριότητες, τη διάρκειά της, το αν είναι παράλογη και ανεξέλεγκτη και το αν συνοδεύεται από σωματικά συμπτώματα άγχους, όπως αυτά που αναφέρονται παραπάνω. Αν και συνήθως τα σωματικά συμπτώματα που συνοδεύουν το γενικευμένο άγχος είναι μικρότερης έντασης από αυτά της διαταραχής πανικού, μαζί με  το συνεχόμενο άγχος και  την ανησυχία προκαλούν σημαντικό επίπεδο δυσφορίας και έκπτωση της λειτουργικότητας και της ποιότητας ζωής στους πάσχοντες.
Η διαταραχή γενικευμένου άγχους είναι σχετικά συχνή και συναντάται περίπου στο 5% του γενικού πληθυσμού, και συχνότερα στις γυναίκες. Συνήθως ξεκινά και αναφέρεται στα εφηβικά χρόνια ή στα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής. Η βαρύτητα των συμπτωμάτων παρουσιάζει διακύμανση και συνήθως επιδεινώνεται σε περιόδους εντονότερου άγχους.
Έρευνες έχουν δείξει ότι ένα σημαντικό ποσοστό των πασχόντων απο διαταραχή γενικευμένου άγχους υποφέρει επίσης από Μείζονα Καταθλιπτική Διαταραχή ή από άλλη διαταραχή της διάθεσης. Έχει φανεί επίσης συννόσηση της διαταραχής με ψυχοσωματικά νοσήματα όπως παθήσεις του γαστρεντερικού ( Έλκος, Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου) , παθήσεις του θυρεοειδούς (Hashimoto), Διαβήτη κ.α. Η διαταραχή γενικευμένου άγχους μπορεί να οδηγήσει σε κάποια από τα παραπάνω προβλήματα ή να  επιδεινώσει τα ήδη υπάρχοντα.

Είναι φανερό πως η διαταραχή γενικευμένου άγχους έχει σημαντική επίπτωση στη ζωή των πασχόντων, γι’αυτό και η αναζήτηση αποτελεσματικής θεραπείας το συντομότερο δυνατό είναι απαραίτητη. Η Ψυχοθεραπεία Συμπεριφοράς είναι η ενδεικνυόμενη θεραπεία για τη διαταραχή γενικευμένου άγχους. Η Θεραπεία Συμπεριφοράς είναι μια σχετικά βραχεία μορφή ψυχοθεραπείας που έχει στόχο να εμπλέξει ενεργά τον πάσχοντα στη θεραπεία του εκπαιδεύοντάς τον να διαχειρίζεται το άγχος του και τις απαντητικές προς αυτό συμπεριφορές του. Σε περιπτώσεις που τα επίπεδα άγχους στον πάσχοντα είναι ιδιαίτερα υψηλά ή εάν υπάρχει συννόσηση με άλλη ψυχική νόσο, τότε η φαρμακοθεραπεία σε συνδυασμό με τη θεραπεία συμπεριφοράς είναι πιθανό να έχει καλύτερα αποτελέσματα.