Οικογενειακοί παράγοντες στην ανάπτυξη παθολογικού άγχους παιδιών και εφήβων

Το παθολογικό άγχος συνηθέστερα εμφανίζεται στην παιδική ηλικία και εμμένει στην ενήλικη ζωή αν δεν γίνει κατάλληλη διαχείριση.
Ελένη Κ. Τζαβέλα
Πώς αναπτύσσεται το άγχος στην παιδική και εφηβική ηλικία και πώς συντηρείται; Τα σύγχρονα μοντέλα αναπτυξιακής ψυχοπαθολογίας προτείνουν ότι κάποιοι ατομικοί παράγοντες κινδύνου (γενετική προδιάθεση, προσωπικότητα) αλληλοεπιδρούν με το περιβάλλον (οικογένεια, σχολείο, συνομήλικοι) και συμβάλλουν στην ανάπτυξη του παθολογικού άγχους στα παιδιά και τους εφήβους.
Ως προς το περιβάλλον, την πιο σημαντική επίδραση στην παιδική ηλικία έχει το πρώιμο οικογενειακό περιβάλλον και ειδικά οι γονείς.  Το γονικό στυλ που χαρακτηρίζεται από  υπερβολικό γονικό έλεγχο/υπερπροστασία και χαμηλή γονική αποδοχή (συναισθημάτων και συμπεριφορών) έχει συστηματικά συνδεθεί με την ανάπτυξη και τη συντήρηση διαταραχών άγχους παιδιών και εφήβων.  Φαίνεται ότι ο υπερβολικός έλεγχος στερεί στα παιδιά εμπειρίες και ευκαιρίες μάθησης και αυτονόμησης. Η χαμηλή γονική αποδοχή συναισθημάτων και συμπεριφορών των παιδιών συχνά εκδηλώνεται με επικριτικά σχόλια των γονέων (πχ για τις φοβικές αντιδράσεις ή τις αποφυγές) που υπονομεύουν την αυτό-αποτελεσματικότητα των παιδιών και γίνονται και αίτιο συγκρούσεων.  Ένας τρίτος καθοριστικός παράγοντας είναι η ίδια η συμπεριφορά των γονέων.  Η οικογένεια είναι το πρώτο «σχολείο» μάθησης και οι γονείς τα πρώτα και σημαντικότερα πρότυπα συμπεριφοράς. Τα παιδιά παρατηρούν και μιμούνται τους γονείς τους.  Η μίμηση είναι  και ένας μηχανισμός απόκτησης φοβιών-  ήδη από τη βρεφική ηλικία. Για παράδειγμα, ξέρουμε ότι τα νεογνά μιμούνται τις φοβικές αντιδράσεις της μητέρας τους σε νέα αντικείμενα. Επίσης, ξέρουμε ότι παιδιά κάτω των 2 ετών μαθαίνουν εύκολα να αποφεύγουν ένα νέο αντικείμενο μετά από παρατήρηση μιας μόνο φοβικής αντίδρασης της μητέρας τους σε αυτό το αντικείμενο. Ενδιαφέρον είναι ότι τα παιδιά μαθαίνουν να φοβούνται ερεθίσματα και μέσα από προφορική έκφραση από τη μητέρα της επικινδυνότητας κάποιου αντικειμένου.
Οι συζυγικές σχέσεις των γονέων έχουν ευρέως ερευνηθεί σε σχέση με τις διαταραχές άγχους. Τα αποτελέσματα είναι μικτά και αφορούν τις συγκρουσιακές σχέσεις γονέων και το διαζύγιο: ενώ οι συγκρουσιακές σχέσεις των γονέων και το διαζύγιο συνδέονται σε κάποιες μελέτες με αυξημένο άγχος των παιδιών, φαίνεται ότι οι συγκρουσιακές συζυγικές σχέσεις, και όχι το διαζύγιο, είναι αυτό που επιβαρύνει τα παιδιά.  Για παράδειγμα, σε μελέτη με 1.640 παιδιά 6-14 ετών, φάνηκε ότι τα παιδιά γονέων που είχαν χωρίσει τα τελευταία δύο χρόνια είχαν χαμηλότερα επίπεδα άγχους από τα παιδιά των γονέων που παρέμεναν παντρεμένοι αλλά είχαν συζυγικές συγκρούσεις.
Επίσης, κοινωνικο-οικονομικοί παράγοντες παίζουν σημαντικό ρόλο στην εκδήλωση διαταραχών άγχους. Συγκεκριμένα, η ανεργία των γονέων έχει συνδεθεί με γενικευμένη αγχώδη διαταραχή (ΓΑΔ) στην ενήλικη ζωή.
Τι μπορούν να κάνουν οι γονείς; Οι γονείς καλούνται να συμμετάσχουν στη θεραπεία συμπεριφοράς των παιδιών τους, παίρνοντας μέρος σε παράλληλη ψυχοεκπαιδευτική παρέμβαση. Στόχος της παρέμβασης είναι η κατανόηση των μηχανισμών ανάπτυξης παθολογικού άγχους και η αλλαγή των δυσλειτουργικών γονικών συμπεριφορών («προσαρμογή» στα συμπτώματα; accommodation) που συντηρούν το παθολογικό άγχος. Παράλληλα γίνεται εκπαίδευση σε δεξιότητες επικοινωνίας ώστε να μειωθούν οι συγκρούσεις και να βελτιωθεί το κλίμα της οικογένειας.
Βιβλιογραφία
Rapee, R. M. (2012). Family factors in the development and management of anxiety disorders. Clinical Child and Family Psychology Review, 15(1), 69-80.

Wood, J. J., McLeod, B. D., Sigman, M., Hwang, W. C., & Chu, B. C. (2003). Parenting and childhood anxiety: Theory, empirical findings, and future directions. Journal of child psychology and psychiatry, 44(1), 134-151.