ειδική φοβία |
Η Ειδική Φοβία αποτελεί ένα σύνολο ετερογενών
διαταραχών που χαρακτηρίζονται από έντονο και παράλογο φόβο.
Σχετικά με μια μικρή ομάδα αντικειμένων, καταστάσεων, χώρων, φυσικών φαινομένων, δραστηριοτήτων, όπως για παράδειγμα φόβος κλειστών χώρων, σεισμών, συγκεκριμένων ζώων, φόβος στη θέα αίματος, στα αεροπορικά ταξίδια.
Το άτομο που πάσχει από τη
διαταραχή αποφεύγει να έρθει σε επαφή με το αντικείμενο ή την κατάσταση και,
όταν αυτό δεν είναι εφικτό, την υπομένει
με έντονα σημάδια άγχους και δυσφορίας. Τέλος, ο πάσχων αναγνωρίζει πως ο φόβος
του είναι παράλογος ή δυσανάλογος σε σχέση με τη φοβική αντίδραση.
Υπάρχουν πέντε είδη της
διαγνωστικής αυτής κατηγορίας που περιλαμβάνουν:
α. Τη φοβία ζώων, στην οποία το
άτομο φοβάται κάποια συγκεκριμένα ζώα, π.χ. σκυλιά ή φίδια, χωρίς απαραίτητα να
έχει υπάρξει προηγούμενη αρνητική εμπειρία με το συγκεκριμένο ζώο.
β. Τη φοβία αίματος τραύματος.
Αποτελεί την ειδική φοβία με την πιο έντονη βιολογική βάση και κληρονομική
προδιάθεση. Ο πάσχων λιποθυμά ή φοβάται πως θα λιποθυμήσει μπροστά στη θέα
αίματος ή τραύματος ή ακόμα και στη
σκέψη αυτών. Συγκεκριμένα, το άτομο στη
θέα αίματος τραύματος παρουσιάζει αντίδραση του πνευμονογαστρικού
αντανακλαστικού, με αυτόματη πτώση της αρτηριακής πίεσης.
γ. Τη φοβία φυσικού περιβάλλοντος,
όπως ύψη σεισμούς η καταιγίδες.
δ. Τη φοβία καταστάσεων, όπως οι
κλειστοί χώροι (κλειστοφοβία) ή ο φόβος
πτήσης και οδήγησης.
ε. Τέλος, υπάρχει μια κατηγορία που
περιλαμβάνει διάφορες καταστάσεις και ερεθίσματα, όπως ο φόβος πνιγμού κατά το
φαγητό, ο φόβος του κενού, κατά την οποία το άτομο φοβάται πως θα πέσει κάτω αν
δεν περπατάει σε χώρο, στον οποίο μπορεί να στηρίζεται, και πλήθος άλλων
περιστάσεων.
Η νόσος παρουσιάζεται πιο συχνά
στις γυναίκες -σχεδόν δυόμιση φορές πιο συχνά από ότι στους άντρες. Στη χώρα
μας υπολογίζεται περίπου ένα 10% να έχει αναπτύξει έναν τύπο ειδικής
φοβίας κάποια στιγμή στη ζωή του.
Η έναρξης κυμαίνεται ανάλογα με
τον τύπο: η φοβία ζώων και αίματος με έναρξη στην παιδική ηλικία, ενώ οι
καταστασιακού τύπου φοβίες συνήθως στην πρώιμη ενήλικη ζωή. Οι φοβίες δε
φυσικών φαινομένων ποικίλλουν όσον αφορά τη χρονική στιγμή έναρξης.
Η πορεία της διαταραχής ποικίλλει
από την περιστασιακή έξαρση μέχρι τη χρονιότητα. Μεγάλη σημασία έχει ο τύπος
της ΕΦ και η ανάγκη του ατόμου να εκτίθεται σε αυτόν τον φόβο. Για παράδειγμα, σε
ένα άτομο που πληροί τα κριτήρια φοβίας για τα φίδια, όμως ζει στην πόλη, δεν
έχει μεγάλη επίπτωση αυτός ο φόβος στην καθημερινότητά του. Επίσης, φοβίες που αναπτύσσονται μετά από τραυματικά
γεγονότα ή συνδέονται με εξελικτικούς
και επιβιωτικούς σκοπούς (π.χ. υψοφοβία, ζωοφοβία) είναι πιο επίμονες
και πιο ανθεκτικές στη θεραπεία.
Η αιτιολογία τους ποικίλλει και
αποτελεί συνδυασμό του τρίπτυχου των γενετικών παραγόντων, της κληρονομικότητας
και της μάθησης, με κάποιους τύπους να εξηγούνται καλύτερα με το ένα ή το άλλο
μοντέλο, πάντα όμως με τη συμμετοχή και των τριών παραγόντων και χωρίς να είναι
πλήρως σαφής ο ρόλος του καθενός στην ανάπτυξη της διαταραχής. Για παράδειγμα,
σε ένα άτομο που αναπτύσσει φοβία οδήγησης μετά από ένα τροχαίο ατύχημα,
σίγουρα ο παράγοντας της μάθησης παίζει τον πρωτεύοντα ρόλο στην ανάπτυξη του
φόβου, όμως η γενετικά προκαθορισμένη φύση του ανθρώπου για επιβίωση τον
«προστατεύει» και τον παρακινεί στην ασφάλεια μέσω της αποφυγής της κατάστασης.
Επίσης, έχει βρεθεί πειραματικά πως η φοβία αίματος τραύματος έχει έντονη κληρονομική
προδιάθεση.
Η θεραπεία συμπεριφοράς είναι η
θεραπεία εκλογής, σύμφωνα με όλες τις παγκόσμιες θεραπευτικές οδηγίες και έχει
πάρα πολύ καλά αποτελέσματα.
Ο θεραπευόμενος, σε συνεργασία με
τον ειδικό, φτιάχνει μια λίστα ιεράρχησης των καταστάσεων που τον φοβίζουν. Ξεκινώντας
από τα πιο εύκολα προς τα πιο δύσκολα,
το άτομο σταδιακά απευαισθητοποιείται από το φοβικό ερέθισμα μέσω του
μηχανισμού της εξοικείωσης. Δηλαδή το κορμί του θεραπευόμενου δεν αντιδρά με
σημάδια φόβου πλέον απέναντι στο ερέθισμα. Η εξοικείωση είναι ένας σωτήριος
μηχανισμός που υπάρχει ακόμα και στους μονοκύτταρους οργανισμούς. Έτσι το άτομο,
μέσω της σταδιακής έκθεσης και
ξεκινώντας από το πιο εύκολο, αρχίζει και αποκτά την αίσθηση
αυτοαποτελεσματικότητας, νοιώθει ότι τα καταφέρνει και σταδιακά -μέσα σε οχτώ
θεραπευτικές συνεδρίες- ξεπερνάει τον φόβο του.στην παγκόσμια βιβλιογραφία
υπάρχει πληθώρα περιπτώσεων Εφ που έχουν θεραπευτεί σε μια ή δυο θεραπευτικές
συνεδρίες.
Είναι γεγονός παγκόσμια πως
πολλοί άνθρωποι με ειδική φοβία δεν αναζητούν θεραπεία γιατί πιστεύουν πως δεν
υπάρχει ίαση ή φοβούνται την εμπλοκή σε μακρόχρονες θεραπείες ή ακόμα, μήπως
«μπλέξουν» με φάρμακα.
Η θεραπεία συμπεριφοράς είναι μια
ενεργητική θεραπευτική προσέγγιση στοχευμένη
στο πρόβλημα, βραχείας διάρκειας και με εξαιρετικά αποτελέσματα. Η χρήση
φαρμάκων γίνεται επικουρικά και για πολύ σύντομο διάστημα σε περιπτώσεις που
κρίνεται απαραίτητο πως η χορήγηση θα βοηθήσει τον ασθενή να εμπλακεί ενεργά
στις καθημερινές ασκήσεις που έχει αποφασίσει -σε συνεργασία με τον θεραπευτή
του- να κάνει, προκειμένου να ξεπεράσει ολοκληρωτικά το πρόβλημά του.